- αντιπαραθέτω
- αντιπαραθέτω, αντιπαρέθεσα (σπάν. αντιπαράθεσα) βλ. πίν. 137
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντιπαραθέτω — (AM ἀντιπαρατίθημι) παραθέτω για σύγκριση, αντιπαραβάλλω … Dictionary of Greek
ἀντιπαραθέτω — ἀντιπαρατίθημι contrast and compare aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιδιαζεύγνυμι — ἀντιδιαζεύγνυμι (Α) διαχωρίζω κάτι από κάτι άλλο και τα αντιπαραθέτω … Dictionary of Greek
αντικατατείνω — ἀντικατατείνω (Α) 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα 2. αντιπαραθέτω επιχειρήματα … Dictionary of Greek
αντιπαρατίθημι — βλ. αντιπαραθέτω … Dictionary of Greek
αντιπαρατείνω — ἀντιπαρατείνω (Α) εκτείνω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο, αντιπαραθέτω για να συγκρίνω προσεκτικά … Dictionary of Greek
αντιτίθημι — ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι) νεοελλ. ( εμαι) 1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι 2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. μσν. ( μι) 1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον 2.… … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
παρεξετάζω — Α 1. εξετάζω με αντιπαραβολή, κατ αντιπαράθεση, αντιπαραβάλλω, αντιπαραθέτω, συγκρίνω δύο πράγματα μεταξύ τους, παραλληλίζω 2. εξετάζω 3. ορίζω, καθορίζω … Dictionary of Greek
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek